-
1 εὐ-τυχής
εὐ-τυχής, ές, Einer der das Ziel getroffen, das Gewünschte erlangt hat, der übh. in dem, was er unternimmt, glücklich ist (vgl. εὐδαίμων u. ὄλβιος), glücklich, von Personen u. Sachen, wie εὐτυχεῖ πότμῳ Aesch. Pers. 695; εὐτυχὴς γένοιτο ἀπαλλαγὴ πόνων Ag. 20; εὐτυχεῖς ναίειν δόμους Suppl. 937, wie Eur. Hec. 619. Ggstz δυςτυχής, Alc. 688; εὐτυχέστερος βίος, πότμος, Phoen. 1577 Troad. 627; γῆ 1204; Ggstz πεπτωκότες Soph. O. R. 145; auch von Sachen, εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν Trach. 292; u. in der Bdtg "Glück bringend", πότερον εὐτυχῆ λέγω ἢ δεινά El. 756, womit δαίμων τοῖς μὲν εὐτυχής ib. 987 zu vgl., wie εὐτυχὴς ἵκοιτο τῇ ϑ' αὑτοῦ πόλει ἐμοί τε O. C. 309; καὶ εὐδαίμων Plat. Euthyd. 282 c; οἴκους ὡς εὐτυχεστάτους κεκτῆσϑαι Legg. IX, 877 e; εὐτυχὴς τὰ πρὸς ϑεῶν Eur. Heracl. 386; στρατηγεῖν Plut. Ant. 34; – τὸ εὐτυχές = εὐτυχία, Thuc. 2, 44. – Adv. εὐτυχῶς, z. B. ναίειν, Pind. N. 7, 90; πράττειν εὐτυχῶς, Soph. Ant. 697, zu meinem Glücke, O. R. 998; εὐτυχέστερον πράττειν, Plat. Euthyd. 280 a; εὐτυχέως Her. 3, 39.
См. также в других словарях:
εὐτυχέως — εὐτυχής successful adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek