-
1 ευτριαινης
См. также в других словарях:
Ευτρίαινα — Εὐτρίαινα, ὁ (Α) (αιολ. τ. αντί εὐτριαίνης) (επίθ. τού Ποσειδώνα) αυτός που έχει καλή τρίαινα («βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρίαινα. Πράγματι κλητική σε χρήση ονομαστικής] … Dictionary of Greek