-
1 ευτρεπίση
εὐτρεπίζωmake ready: aor subj mid 2nd sgεὐτρεπίζωmake ready: aor subj act 3rd sgεὐτρεπίζωmake ready: fut ind mid 2nd sg -
2 εὐτρεπίσῃ
εὐτρεπίζωmake ready: aor subj mid 2nd sgεὐτρεπίζωmake ready: aor subj act 3rd sgεὐτρεπίζωmake ready: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού … Dictionary of Greek
εὐτρεπίσῃ — εὐτρεπίζω make ready aor subj mid 2nd sg εὐτρεπίζω make ready aor subj act 3rd sg εὐτρεπίζω make ready fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)