-
1 ευτραπελία
εὐτραπελίᾱ, εὐτραπελίαready wit: fem nom /voc /acc dualεὐτραπελίᾱ, εὐτραπελίαready wit: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐτραπελίαι, εὐτραπελίαready wit: fem nom /voc plεὐτραπελίᾱͅ, εὐτραπελίαready wit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐτραπελία
εὐτραπελία, ας, ἡ (s. τρέπω; Hippocr. et al., mostly in a good sense: ‘wittiness’, ‘facetiousness’ [cp. our ‘turn a phrase’]; so also Posidipp. Com. Fgm. 28, 5; Diod S 15, 6, 5; Philo, Leg. ad Gai. 361; Jos., Ant. 12, 173; 214. Acc. to Aristot., EN 2, 7, 13 it is the middle term betw. the extremes of buffoonery [βωμολοχία] and boorishness [ἀγροικία]; acc. to Aristot., Rhet. 2, 12 it is πεπαιδευμένη ὕβρις) in our lit. only in a bad sense coarse jesting, risqué wit (for sim. sense cp. εὐτράπελος Isocr. 7, 49) Eph 5:4.—HRahner, LexThK III 1212. PvanderHorst, Is Wittiness Christian? A Note on εὐτραπελία in Eph 5:4: Miscellanea Neotestamentica, ed. AKlÿn/WvanUnnik ’78, 163–77.—DELG s.v. τρέπω. M-M. TW. Spicq. Sv. -
3 εὐτραπελία
Βλ. λ. ευτραπελία -
4 εὐτραπελίᾳ
Βλ. λ. ευτραπελία -
5 εὐτραπελία
εὐτρᾰπελ-ία, ἡ,A ready wit, liveliness, Hp.Decent.7, Pl.R. 563a, Posidipp.28.5, Cic.Fam.7.32.1, D.S.15.6: pl., pleasantries, Demetr.Eloc. 177; defined by Arist. as πεπαιδευμένη ὕβρις, Rh. 1389b11, cf. EN 1108a24; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐ. Plu.Ant.43.2 rarely in bad sense, = βωμολοχία, Ep.Eph.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτραπελία
-
6 ευτραπελίας
εὐτραπελίᾱς, εὐτραπελίαready wit: fem acc plεὐτραπελίᾱς, εὐτραπελίαready wit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 εὐτραπελίας
εὐτραπελίᾱς, εὐτραπελίαready wit: fem acc plεὐτραπελίᾱς, εὐτραπελίαready wit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ευτραπελίαι
εὐτραπελίαready wit: fem nom /voc plεὐτραπελίᾱͅ, εὐτραπελίαready wit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 εὐτραπελίαι
εὐτραπελίαready wit: fem nom /voc plεὐτραπελίᾱͅ, εὐτραπελίαready wit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 ευτραπελίαν
-
11 εὐτραπελίαν
-
12 ευτραπελίαις
-
13 εὐτραπελίαις
-
14 ευτραπελίην
-
15 εὐτραπελίην
-
16 παιδεύω
παιδ-εύω, [tense] fut. - σω: [tense] aor. ἐπαίδευσα: [tense] pf. πεπαίδευκα:—[voice] Med., [tense] fut.Aπαιδεύσομαι E.Fr. 1068
: [tense] aor.ἐπαιδευσάμην Pl.R. 546b
:—[voice] Pass., [tense] fut. παιδευθήσομαι ib. 376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri. 54a: [tense] aor.ἐπαιδεύθην S.OC 562
, Pl. Mx. 236a, etc.: [tense] pf.πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17
, Pl.Lg. 920a, etc.: ([etym.] παῖς):— bring up or rear a child,λευκὸν αὐτὴν.. ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648
:—[voice] Pass.,ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC 562
; : but mostly,II opp. τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri. 54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr. 451, E.Supp. 917;τοὺς νέους Pl.Ap. 24e
, etc.;κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178
; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185;τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν.. ὁ ποιητής Pl.R. 606e
; also, of animals, train, X.Eq.10.6 ([voice] Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by..,παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg. 741a
;μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R. 430a
; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib. 522a;π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3
, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138;ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri. 50e
; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg. 519e, X.Mem. 2.1.17 ([voice] Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R. 492e, X.Mem.1.2.1 ([voice] Pass.);πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol. 1260b15
;ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3
([voice] Pass.);περὶ βύρσας Id.Ap.29
, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d;ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148
: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol. 1337b23: c. acc. et inf.,π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155
: with predicative Adj. or Subst.,π. τινὰ κακόν S.OC 919
;γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr. 601
:—in [voice] Pass., c. acc. rei, to be taught a thing,παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg. 695a
, al.;ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5
: c. acc. cogn. (attracted),ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78
: c. inf.,π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3
;ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39
(in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι .. Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg. 654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib. 876d; opp. δημιουργός, Id.Amat. 135d;ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol. 1282a4
; π. also, well-bred, Id.EN 1128a21:—[voice] Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr. 1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R. 546b: c. acc. cogn.,πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men. 93d
:—also in [voice] Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas [voice] Med. is sts. used like [voice] Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA 561(lyr.)).2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.III correct, discipline,τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj. 595
;διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5
; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεύω
-
17 φιλολογία
φῐλολογ-ία, ἡ,2 learned conversation, Antig.Car. ap. Ath.12.548a.II love of learning and literature,εὐτραπελία καὶ φ. Isoc. 15.296
, cf. Arist.Pr.18 tit., Cic.Fam.16.21.4, Plu.2.645c, Arr.Epict. 4.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλολογία
-
18 χαριεντισμός
χᾰριεντ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριεντισμός
-
19 μωρολογία
μωρολογία, ας, ἡ (μωρός, λογ[ε]ία; Aristot., HA 1, 11; Plut., Mor. 504b; Jos., C. Ap. 2, 115) foolish/silly talk w. αἰσχρότης and εὐτραπελία Eph 5:4 (cp. 1QS 10:21–24: KKuhn, NTS 7, ’61, 339).—DELG s.v. 1 μωρός. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
εὐτραπελία — εὐτραπελίᾱ , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc/acc dual εὐτραπελίᾱ , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελίᾳ — εὐτραπελίαι , εὐτραπελία ready wit fem nom/voc pl εὐτραπελίᾱͅ , εὐτραπελία ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτραπελία — η (Α εὐτραπελία) [ευτράπελος] το ήθος, η ιδιότητα τού ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ αρχ. 1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι η ευθυμία, οι αστειότητες 2. (με κακή σημ.) βωμολοχία … Dictionary of Greek
εὐτραπελίας — εὐτραπελίᾱς , εὐτραπελία ready wit fem acc pl εὐτραπελίᾱς , εὐτραπελία ready wit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελίαι — εὐτραπελία ready wit fem nom/voc pl εὐτραπελίᾱͅ , εὐτραπελία ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελίαν — εὐτραπελίᾱν , εὐτραπελία ready wit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελίαις — εὐτραπελία ready wit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελίην — εὐτραπελία ready wit fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
шега — шутка , только др. русск., шегавъ непостоянный , шегати высмеивать , цслав. шѧга εὑτραπελία, scurrilitas, шѧгати шутить , болг. шега шутка , словен. šẹgа обычай, нрав, хитрость . По мнению Младенова (692), родственно др. инд. khañjati хромает … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia