-
1 ευτελούς
-
2 εὐτελοῦς
-
3 μυοδρέπανον
μῠο-δρέπανον· εἶδος λίθου εὐτελοῦς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυοδρέπανον
См. также в других словарях:
εὐτελοῦς — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minuscule 230 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 230 Name Codex Escurialensis Text Gospels Date 1013 … Wikipedia
Minuscule 343 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 343 Name Mediolani Ambrosianus H Text Gospels Date 11th century … Wikipedia
Minuscule 545 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 545 T … Wikipedia
Minuscule 588 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 588 Text Gospels † Date 1321 Script Greek … Wikipedia
RESTIO et RESTIARIUS — differunt ut Linteo et Lintearius, Optimae Gloss. Lintearius, ὀθονοπώλης linteo, λίνυφος. Sic Lintearius pro linteae vestis negotiatore, l. 7. Cod. de excus. mun. Linteo vero est, qui lintea conficit et texit. Similiter in Glossis Restio,… … Hofmann J. Lexicon universale
SISYRA — vox origine Graeca, pellis fuit lanata, quâ lecti insternebantur olim. Amm. Marcellin. de Iuliano l. 16. c. 5. Nocte dimidiatâ semper exsurgens, non e plumis vel stragulis sericis ambiguô fulgore nitentibus, sed ex tapete et Sisyra, quam vulgaris … Hofmann J. Lexicon universale
έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… … Dictionary of Greek
κραπαταλός — και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α) 1. είδος ευτελούς ψαριού 2. είδος ζυμαρικού 3. μωρός, ανόητος 4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί… … Dictionary of Greek
λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης … Dictionary of Greek
λαχανόφυλλο — το 1. φύλλο λαχάνου («ντολμάδες με λαχανόφυλλα») 2. μτφ. εφημερίδα ευτελούς περιεχομένου, κακής ποιότητας … Dictionary of Greek