Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐτελεστάτων

См. также в других словарях:

  • εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστάλμης — μυστάλμης, ὁ (Α) αυτός που ζει ευτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μυστ ιλ ῶμαι «βουτώ ψωμί σε ζωμό και τρώω» (< μυστ ίλη* «τεμάχιο άρτου») + ἅλμη «θαλασσινό, αλμυρό νερό». Ο Ευστάθιος γράφει στα σχόλια στην Οδύσσεια τού Ομήρου «μυστάλμην ἐκ τοῦ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»