-
1 ευτελεστάτων
εὐτελήςeasily paid for: fem gen superl plεὐτελήςeasily paid for: masc /neut gen superl pl -
2 εὐτελεστάτων
εὐτελήςeasily paid for: fem gen superl plεὐτελήςeasily paid for: masc /neut gen superl pl
См. также в других словарях:
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστάλμης — μυστάλμης, ὁ (Α) αυτός που ζει ευτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μυστ ιλ ῶμαι «βουτώ ψωμί σε ζωμό και τρώω» (< μυστ ίλη* «τεμάχιο άρτου») + ἅλμη «θαλασσινό, αλμυρό νερό». Ο Ευστάθιος γράφει στα σχόλια στην Οδύσσεια τού Ομήρου «μυστάλμην ἐκ τοῦ… … Dictionary of Greek