-
1 ευταμίευτος
-
2 εὐταμίευτος
-
3 ευταμιευτος
-
4 εὐταμίευτος
εὐτᾰμίευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐταμίευτος
-
5 εὐταμίευτος
εὐ-ταμίευτος, gut verwaltet, gut eingeteilt und sparsam verwandt; leicht zu haben, leicht -
6 ευταμίευτον
εὐταμίευτοςeasily regulated: masc /fem acc sgεὐταμίευτοςeasily regulated: neut nom /voc /acc sg -
7 εὐταμίευτον
εὐταμίευτοςeasily regulated: masc /fem acc sgεὐταμίευτοςeasily regulated: neut nom /voc /acc sg -
8 ευταμίευτα
-
9 εὐταμίευτα
-
10 ευταμίευτοι
-
11 εὐταμίευτοι
См. также в других словарях:
ευταμίευτος — εὐταμίευτος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταμιευτος… … Dictionary of Greek
εὐταμίευτος — easily regulated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐταμίευτον — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem acc sg εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐταμίευτα — εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐταμίευτοι — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)