Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐταμίευτος

См. также в других словарях:

  • ευταμίευτος — εὐταμίευτος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταμιευτος… …   Dictionary of Greek

  • εὐταμίευτος — easily regulated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτον — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem acc sg εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτα — εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτοι — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»