-
1 ευσυνετως
староатт. εὐξυνέτως (благо)разумно -
2 ευσυνέτως
εὐσύνετοςquick of apprehension: adverbialεὐσύνετοςquick of apprehension: masc /fem acc pl (doric) -
3 εὐσυνέτως
εὐσύνετοςquick of apprehension: adverbialεὐσύνετοςquick of apprehension: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
εὐσυνέτως — εὐσύνετος quick of apprehension adverbial εὐσύνετος quick of apprehension masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek