Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐσυνεσία

См. также в других словарях:

  • εὐσυνεσία — εὐσυνεσίᾱ , εὐσυνεσία shrewdness fem nom/voc/acc dual εὐσυνεσίᾱ , εὐσυνεσία shrewdness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσυνεσία — εὐσυνεσία και εὐξυνεσία, ἡ (Α) [ευσύνετος] η σύνεση …   Dictionary of Greek

  • εὐσυνεσίας — εὐσυνεσίᾱς , εὐσυνεσία shrewdness fem acc pl εὐσυνεσίᾱς , εὐσυνεσία shrewdness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσυνεσίαν — εὐσυνεσίᾱν , εὐσυνεσία shrewdness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐξυνεσία — εὐξυνεσίᾱ , εὐσυνεσία shrewdness fem nom/voc/acc dual (attic) εὐξυνεσίᾱ , εὐσυνεσία shrewdness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευξυνεσία — εὐξυνεσία, ἡ (Α) αττ. τ., βλ. ευσυνεσία …   Dictionary of Greek

  • ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά …   Dictionary of Greek

  • εὐξυνεσίαν — εὐξυνεσίᾱν , εὐσυνεσία shrewdness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»