-
1 ευσυμβόλως
-
2 εὐσυμβόλως
См. также в других словарях:
εὐσυμβόλως — εὐσύμβολος easy to divine adverbial εὐσύμβολος easy to divine masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύμβολος — εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, ον (Α) 1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.) 2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος 3. έντιμος στις συναλλαγές 4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος… … Dictionary of Greek