-
1 ευσυλλογιστότερα
-
2 εὐσυλλογιστότερα
-
3 εὐσυλλόγιστος
εὐσυλλόγιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσυλλόγιστος
См. также в других словарях:
εὐσυλλογιστότερα — εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσυλλόγιστος — εὐσυλλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.) 2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ λογίζομαι] … Dictionary of Greek