Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐσυλλογιστότερα

См. также в других словарях:

  • εὐσυλλογιστότερα — εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσυλλόγιστος — εὐσυλλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.) 2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ λογίζομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»