-
1 εὐστελέχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστελέχης
См. также в других словарях:
ευστελέχης — εὐστελέχης, ες (Α) (για φυτό) με ωραίο στέλεχος, με ωραίο βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στελεχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο στελέχης, πολυ στελέχης] … Dictionary of Greek