-
1 ευσταθή
εὐσταθήςwell-based: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐσταθήςwell-based: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐσταθήςwell-based: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 εὐσταθῆ
εὐσταθήςwell-based: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐσταθήςwell-based: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐσταθήςwell-based: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
εὐσταθῆ — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… … Dictionary of Greek
αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος … Dictionary of Greek
εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
βρατσέρα ή μπρατσέρα — Τύπος ιστιοφόρου με τρία κυρίως κατάρτια και με εκτόπισμα έως 200 τόνους. Ο χαρακτηρισμός του τύπου των πλοίων αυτών δεν εξαρτάται από το είδος του σκάφους αλλά από την εξάρτυσή τους. Ήταν ο πιο κοινός τύπος πλοίου στις ελληνικές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Γκιμπς, Τζοσάια Γουίλαρντ — (Josiah Willard Gibbs, Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1839 – 1903).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1863 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη Γερμανία. Επέστρεψε στο Νιου Χέιβεν το … Dictionary of Greek
σχάση πυρηνική — Το φαινόμενο της διάσπασης του ατομικού πυρήνα βαρέων στοιχείων (δηλαδή υψηλού ατομικού αριθμού) σε δύο μέρη (σπανιότερα περισσότερα) των οποίων οι μάζες είναι της αυτής τάξης μεγέθους· κατά το φαινόμενο εκπέμπονται συνήθως ηλεκτρόνια, ακτίνες γ… … Dictionary of Greek