-
1 ευσταθείς
εὐσταθέωto be steady: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐσταθήςwell-based: masc /fem acc plεὐσταθήςwell-based: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 εὐσταθεῖς
εὐσταθέωto be steady: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐσταθήςwell-based: masc /fem acc plεὐσταθήςwell-based: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 εὐ-σταθής
εὐ-σταθής, ές, ep. ἐϋσταϑής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18, 374; ϑάλαμος 23, 178; einzeln bei sp. D., wie στάλικες Han. 4, 338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταϑεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap. Rh. 4, 820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüthe, τὸ εὐσταϑὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταϑής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταϑεῖς Ath. I, 4 d; Dion. Hal. de adm. vi Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lob. Phryn. 282. – Adv., Sp., wie D. L. 7, 182, διαλέγεσϑαι εὐσταϑῶς, sich ruhig unterreden, im Ggstz von ἄρχεσϑαι φιλονεικεῖν.
-
4 εὐσταθής
εὐ-σταθής, ές, festgestellt, festgegründet; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταϑεῖς, von den Fixsternen. Dah. beständig. Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüte. Adv., διαλέγεσϑαι εὐσταϑῶς, sich ruhig unterreden
См. также в других словарях:
εὐσταθεῖς — εὐσταθέω to be steady pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐσταθής well based masc/fem acc pl εὐσταθής well based masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
благостояньныи — БЛАГОСТО˫АНЬНЫИ (2*) пр. Твердый, стойкий: о семь трепетати... по подобью оц҃ь наши(х) ст҃хъ. ибо они... вси на все ч(с)тии послушливи бѣша. свѣтлии истиньнiи. и бл҃госто˫аннии. безлобни кротци. мирни. (εὐσταϑεῖς) ФСт XIV, 229в; в роли с.: есть и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
νι σωμάτων, πρόβλημα — (Αστρον.). Το πρόβλημα της ουράνιας μηχανικής που ασχολείται με τον καθορισμό των τροχιών ν σημειακών μαζών που η μόνη τους αλληλεπίδραση είναι η βαρυτική έλξη. Τα σώματα του ηλιακού συστήματος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα αν υποτεθεί ότι οι μάζες … Dictionary of Greek