-
1 ευστάφυλος
-
2 εὐστάφυλος
-
3 εὐστάφυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστάφυλος
-
4 εὐστάφυλος
-
5 ευσταφύλω
-
6 εὐσταφύλῳ
См. также в других словарях:
ευστάφυλος — εὐστάφυλος, ον (ΑΜ) (Α και ἐϋστάφυλος, ον) 1. αυτός που έχει άφθονα σταφύλια («εὐστάφυλος ἀμπελών») αρχ. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταφυλή] … Dictionary of Greek
εὐστάφυλος — rich in grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταφύλῳ — εὐστάφυλος rich in grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)