-
1 ευσκεπαστος
2дающий хорошее убежище, хорошо защищающий(ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc.)
-
2 εὐσκέπαστος
εὐσκέπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσκέπαστος
-
3 εὐσκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt -
4 ευσκεπαστότερον
εὐσκέπαστοςwell-covered: adverbial compεὐσκέπαστοςwell-covered: masc acc comp sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc comp sg -
5 εὐσκεπαστότερον
εὐσκέπαστοςwell-covered: adverbial compεὐσκέπαστοςwell-covered: masc acc comp sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc comp sg -
6 ευσκεπαστότατον
εὐσκέπαστοςwell-covered: masc acc superl sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc superl sg -
7 εὐσκεπαστότατον
εὐσκέπαστοςwell-covered: masc acc superl sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc superl sg -
8 ευσκέπαστον
εὐσκέπαστοςwell-covered: masc /fem acc sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc sg -
9 εὐσκέπαστον
εὐσκέπαστοςwell-covered: masc /fem acc sgεὐσκέπαστοςwell-covered: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο … Dictionary of Greek
εὐσκεπαστότερον — εὐσκέπαστος well covered adverbial comp εὐσκέπαστος well covered masc acc comp sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκεπαστότατον — εὐσκέπαστος well covered masc acc superl sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκέπαστον — εὐσκέπαστος well covered masc/fem acc sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] … Dictionary of Greek