Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐσκέπαστος

См. также в других словарях:

  • ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο …   Dictionary of Greek

  • εὐσκεπαστότερον — εὐσκέπαστος well covered adverbial comp εὐσκέπαστος well covered masc acc comp sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσκεπαστότατον — εὐσκέπαστος well covered masc acc superl sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσκέπαστον — εὐσκέπαστος well covered masc/fem acc sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»