-
1 ευσεβέσταται
-
2 εὐσεβέσταται
См. также в других словарях:
εὐσεβέσταται — εὐσεβής pious fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευσεβέσταται
2 εὐσεβέσταται
εὐσεβέσταται — εὐσεβής pious fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)