Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐρώεις

См. также в других словарях:

  • ευρώεις — εὐρώεις εσσα, εν (Α) 1. μουχλιασμένος 2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» στο σκοτεινό παλάτι τού Άδη, Ομ. Οδ. β. «τάφον εὐρώεντα» υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.) 3. ευρώδης, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • εὐρώεις — mouldy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεντα — εὐρώεις mouldy neut nom/voc/acc pl εὐρώεις mouldy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεντες — εὐρώεις mouldy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεντι — εὐρώεις mouldy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεντος — εὐρώεις mouldy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεσσα — εὐρώεις mouldy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεσσαν — εὐρώεις mouldy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώεσσ' — εὐρώεσσα , εὐρώεις mouldy fem nom/voc sg εὐρώεσσαι , εὐρώεις mouldy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρώς — εὐρώς, ῶτος, ὁ (Α) η μούχλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Σχηματισμός κατά τα ιδρώς, γέλως, έρως. Το ε θεωρείται προθεματικό. Εικάζεται αρχικός τ. *ε Fρ ώς που συνδέεται με τα αρχ. ινδ. vrnoti «καλύπτω», varna «χρώμα». Κατ άλλη άποψη, ο αρχικός τ.… …   Dictionary of Greek

  • πηλώεις — εσσα, εν, Α πηλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. όεις* με ω για μετρικούς λόγους πιθ. κατά το εὐρώεις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»