-
1 εὐρύ-πρωκτος
-
2 εὐρύπρωκτος
εὐρῠ-πρωκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύπρωκτος
-
3 εὐρύπρωκτος
εὐρύ-πρωκτος, mit weitem Hintern, Weitarsch, d. i. Ehebrecher -
4 ευρυπρωκτος
2
См. также в других словарях:
θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] … Dictionary of Greek
χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] … Dictionary of Greek
ευρύπρωκτος — εὐρύπρωκτος, ον (Α) αυτός που τού έχουν ευρύνει, ανοίξει τον πρωκτό, ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρωκτός] … Dictionary of Greek
λακκόπρωκτος — λακκόπρωκτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ πρωκτό, ευρύπρωκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πρωκτός] … Dictionary of Greek