Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐρύ-πρωκτος

См. также в других словарях:

  • θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] …   Dictionary of Greek

  • χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

  • ευρύπρωκτος — εὐρύπρωκτος, ον (Α) αυτός που τού έχουν ευρύνει, ανοίξει τον πρωκτό, ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρωκτός] …   Dictionary of Greek

  • λακκόπρωκτος — λακκόπρωκτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ πρωκτό, ευρύπρωκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πρωκτός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»