Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐρόως

См. также в других словарях:

  • εὐρόως — ἐύρρους masc/fem acc pl (doric) εὔροος fair flowing adverbial εὔροος fair flowing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»