-
1 εὔ-ροος
εὔ-ροος, zsgz. εὔρους, p. ἐΰῤῥοος, schön fließend, Σκάμανδρος Il. 7, 329. 21, 130; Σπερχειός Soph. Phil. 489; Εὐρώτας Eur. Hec. 649; a. D.; σῶμα, ein Körper, dessen Absonderungsorgane gut im Stande sind, Medic.; οἱ πόροι ἀναστομοῦνται καὶ ποιοῦσιν εὔρουν τὸ σῶμα Arist. H. A. 7, 1; probl. 4, 11; ἡ ἐπίχυσις, Plat. Tim. 77 d; gut, glücklich von Statten gehend, ἡ γένεσις Legg. V, 740 d; βίος M. Anton. 2, 4, vgl. εὔροια. – Von der Rede, gut fließend, geläufig, λέξις D. Hal. C. V. c. 23. – Comparat. εὐροώτερος, u. häufiger εὐρούστερος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 143. – Adv. εὐρόως, Sp. εὔρως, Poll. 4, 23.
См. также в других словарях:
εὐρόως — ἐύρρους masc/fem acc pl (doric) εὔροος fair flowing adverbial εὔροος fair flowing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… … Dictionary of Greek