-
1 ευρωστίαν
-
2 εὐρωστίαν
См. также в других словарях:
εὐρωστίαν — εὐρωστίᾱν , εὐρωστία stoutness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρωστία — η (ΑΜ εὐρωστία) [εύρωστος] 1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος 2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek