Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐρυ-αίχμας

  • 1 εὐρυαίχμας

    εὐρῠ-αίχμας, [dialect] Dor. gen. α, ,
    A far-stretching with the spear, far-conquering,

    στρατός Pi.Fr. 173

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυαίχμας

  • 2 κλέος

    κλέος, τό, [dialect] Dor. [full] κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: [dialect] Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th. 100: ( κλέω A):—
    A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461;

    κ. εὐρὺ φόνου 23.137

    ;

    ὄσσαν.., ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283

    ; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125;

    τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph. 251

    ; rumour, opp. certainty,

    κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486

    ;

    γυναικογήρυτον κ. A.Ag. 487

    (lyr.).
    II goodreport, fame, freq.in Hom.,

    κ. ἐσθλόν Il.5.3

    ;

    ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344

    : abs.,

    τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197

    ;

    τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91

    , cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514;

    κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192

    , Od.9.20;

    κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74

    ;

    κ. ἄφθιτον Sapph.Supp. 20a

    .4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.);

    λαβεῖν S.Ph. 1347

    ; κ. αἰχμᾶς glory in or for.., Pi.P.1.66;

    τῆς μελλοῦς κ. A.Ag. 1356

    ; κ. σου μαντικόν ib. 1098;

    μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr. 938

    : less freq. in Prose,

    κ. ἀέναον Heraclit.29

    ;

    μένοντι δὲ.. κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220

    ; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78;

    τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra. 1035

    ;

    πόρρω κ. ἥκει Id.Ach. 646

    ;

    κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459

    ;

    κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25

    ;

    παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6

    ;

    κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp. 208c

    ;

    κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg. 663a

    ;

    περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5

    ;

    κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4

    ; ποῖον κ., εἰ .. ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73;

    κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1

    .
    2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36;

    αἰσχρὸν κ. E.Hel. 135

    , cf. Ar.Fr. 796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου.. κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav. slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλέος

  • 3 κλέος

    κλέος (only nom., acc.)
    a fame of pers., things.

    λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23

    τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.93

    ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52

    μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.11

    πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101

    ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21

    τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός O. 10.95

    γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111

    τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε P. 4.174

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73

    φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι N. 9.39

    ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.8

    οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος I. 6.25

    ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.29

    b in neutral sense,
    II reputation θανὼν ὡς παισὶ

    κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36

    Lexicon to Pindar > κλέος

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»