-
1 ευρυαγυια
1) имеющая широкие улицы(πόλις Hom.)
2) с широкими дорогами(χθών HH.)
3) общественный, публичный(δίκα Terpandrus ap. Plut.)
См. также в других словарях:
ευρυάγυια — εὐρυάγυια, ἡ (Α) αυτή που έχει ευρείες οδούς, η ευρύχωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αγυιά «δρόμος, οδός»] … Dictionary of Greek
εὐρυάγυια — with wide streets fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυάγυιαν — εὐρυάγυια with wide streets fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
αγυιά — και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α) 1. οδός, δρόμος, λεωφόρος 2. θαλάσσιος δρόμος 3. σύνολο δρόμων, πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου. ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek