-
1 ευρυπρώκτους
-
2 εὐρυπρώκτους
См. также в других словарях:
εὐρυπρώκτους — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευρυπρώκτους
2 εὐρυπρώκτους
εὐρυπρώκτους — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)