Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐρυβίας

См. также в других словарях:

  • ευρυβίας — εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α) ευρυσθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βιας (< βία), πρβλ. κρατησι βίας, υψι βίας] …   Dictionary of Greek

  • εὐρυβίας — εὐρυβίᾱς , εὐρυβίας masc acc pl (ionic) εὐρυβίᾱς , εὐρυβίας masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβίας — Εὐρυβίᾱς , Εὐρυβίη fem acc pl Εὐρυβίᾱς , Εὐρυβίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίη — εὐρυβίας masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίην — εὐρυβίας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίης — εὐρυβίας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίου — εὐρυβίας masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίῃ — εὐρυβίας masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβία — εὐρυβίᾱ , εὐρυβίας masc nom/voc/acc dual (ionic) εὐρυβίας masc voc sg (ionic) εὐρυβίᾱ , εὐρυβίας masc voc sg (attic ionic) εὐρυβίᾱ , εὐρυβίας masc gen sg (doric ionic aeolic) εὐρυβίας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβίαν — εὐρυβίᾱν , εὐρυβίας masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) εὐρυβίας masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»