-
1 ευροιέων
-
2 εὐροιέων
См. также в других словарях:
εὐροιέων — εὔροια good flow fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευροιέων
2 εὐροιέων
εὐροιέων — εὔροια good flow fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)