Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐροή

См. также в других словарях:

  • ευροή — εὐροή, ἡ (Α) η άφθονη ροή, η εύροια* («ἐς εὐροήν τοῡ αἵματος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροή] …   Dictionary of Greek

  • εὐροῇ — εὐροέω flow well pres subj mp 2nd sg εὐροέω flow well pres ind mp 2nd sg εὐροέω flow well pres subj act 3rd sg εὐροή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐροήν — εὐροή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευροώ — εὐροῶ, έω (ΑΜ) [εύρους] μιλώ με επιτυχία, είμαι ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. ρέω καλά ή άφθονα 2. αποβαίνω καλά, είμαι ευνοϊκός («ὅταν δ ὁ δαίμων εὐροῇ» όταν η τύχη είναι ευνοϊκή, Αισχύλ.) 3. είμαι ευτυχής, ευημερώ …   Dictionary of Greek

  • εὐροῇς — εὐροέω flow well pres subj act 2nd sg εὐροή fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐροῶν — εὐροέω flow well pres part act masc nom sg (attic epic doric) εὐροή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»