-
1 εὐρυ-κλύδων
εὐρυ-κλύδων, ωνος, ὁ, ein heftiger Sturmwind, der breite, große Wellen ( κλύδων) macht, Act. Apost. 27, 14, wo auch εὐρακύλων für εὐροακύλων, Nordostwind, euroaquilo, u. εὐροκλύδων, wogentreibender Südost, gelesen wird; εὐρακλύδων ist f. L.
См. также в других словарях:
ευρακύλων — εὐρακύλων, ωνος, ὁ (Α) βλ. ευροκλυδων. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Εύρος + λατ. aquilo, onis «βοριάς»] … Dictionary of Greek
εὐρακύλων — euroaquilo masc nom/voc sg εὐροκλύδων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευροκλύδων — εὐροκλύδων, ωνος, ὁ (ΑΜ, Α και εὐρακύλων) θυελλώδης βορειοανατολικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος, ο «νοτιοανατολικός άνεμος» + κλύδων. Για τον τ. ευρακύλων βλ. λ.] … Dictionary of Greek
ԵՒՐԱԿԻԿԼՈՆ — ( ) NBH 1 0705 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. Բառ յն. էւրօգլի՛տօն. εὑροκλύδων euroaquilo իբր εὑρακύλων (բարդեալ ի յն. եւ լտ.) որպէս յեւրոսէ՝ այսինքն յարեւելեան հողմոյ յուզեալ. Ազգ արեւելեան հողմոյ ձմերայնոյ՝ պտուտակեալ խառն ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)