-
1 ευπορως
1) легко, с легкостью(δύνασθαί τι Arst.; τέν πολιορκίαν ὑπομένειν Plut.)
τοῦτ΄ εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. — на это мне легче ответить2) в изобилии(ἔχειν πάντα Thuc.)
См. также в других словарях:
ευπόρως — επίρρ. βλ. εύπορος … Dictionary of Greek
εὐπόρως — εὔπορος easy to pass adverbial εὔπορος easy to pass masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek