-
1 ευπυνδακωτος
-
2 εὐπυνδάκωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπυνδάκωτος
-
3 εὐπυνδάκωτος
-
4 ευπυνδάκωτα
-
5 εὐπυνδάκωτα
См. также в других словарях:
ευπυνδάκωτος — εὐπυνδάκωτος, ον (Α) με ωραίο πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυνδακ (< πύνδαξ, ακος «πυθμένας») + ωτος] … Dictionary of Greek
εὐπυνδάκωτα — εὐπυνδάκωτος well bottomed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)