-
1 ευπτησία
-
2 εὐπτησίᾳ
-
3 εὐπτησία
εὐπτησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπτησία
-
4 ευπτησίαν
-
5 εὐπτησίαν
См. также в других словарях:
εὐπτησίᾳ — εὐπτησίᾱͅ , εὐπτησία expertness in flying fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπτησία — εὐπτησία, ἡ (Α) η επιδεξιότητα στο πέταγμα, η εμπειρία στην πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτήσις (< θ. πτησ τού ρ. πέτ ομαι «πετώ», πρβλ. μέλλ. πτήσ ομαι)] … Dictionary of Greek
εὐπτησίαν — εὐπτησίᾱν , εὐπτησία expertness in flying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)