Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐπτησίᾳ

См. также в других словарях:

  • εὐπτησίᾳ — εὐπτησίᾱͅ , εὐπτησία expertness in flying fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπτησία — εὐπτησία, ἡ (Α) η επιδεξιότητα στο πέταγμα, η εμπειρία στην πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτήσις (< θ. πτησ τού ρ. πέτ ομαι «πετώ», πρβλ. μέλλ. πτήσ ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εὐπτησίαν — εὐπτησίᾱν , εὐπτησία expertness in flying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»