-
1 ευπροσηγορος
2(тж. εὐ. λόγῳ Isocr.) обходительный, приветливый, общительный(στόμα, φρήν Eur.; φιλανθρωπία Plut.)
οὐκ ἄτας εὐπροσηγόρους ἔχω Eur. — не таковы мои несчастья, чтобы можно было говорить со мной -
2 ευπροσήγορος
ος, ον приветливый, любезный; учтивый; вежливый -
3 παθητος
31) подверженный изменениям, изменчивый(π. καὴ τρεπτός Arst.)
2) подверженный страстям(θνητὸς καὴ π. Plut.)
3) (много) выстрадавший, много перенесший(π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.
-
4 ευπρόσιτος
См. также в других словарях:
εὐπροσήγορος — easy of address masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο ο γλυκομίλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσηγορώτατον — εὐπροσήγορος easy of address masc acc superl sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρως — εὐπροσήγορος easy of address adverbial εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορον — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροις — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροισιν — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρους — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορα — εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγοροι — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)