-
1 ευπροσωπόταται
-
2 εὐπροσωπόταται
См. также в других словарях:
εὐπροσωπόταται — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευπροσωπόταται
2 εὐπροσωπόταται
εὐπροσωπόταται — εὐπρόσωπος fair of face fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)