Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐπροσωπία

См. также в других словарях:

  • εὐπροσωπία — εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc/acc dual εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπροσωπία — εὐπροσωπία, ἡ (Α) [ευπρόσωπος] ωραία όψη, ωραία εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • εὐπροσωπίαν — εὐπροσωπίᾱν , εὐπροσωπία fair appearance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»