-
1 ευπροσωπία
εὐπροσωπίᾱ, εὐπροσωπίαfair appearance: fem nom /voc /acc dualεὐπροσωπίᾱ, εὐπροσωπίαfair appearance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 εὐπροσωπία
εὐπροσωπίᾱ, εὐπροσωπίαfair appearance: fem nom /voc /acc dualεὐπροσωπίᾱ, εὐπροσωπίαfair appearance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 εὐπροσωπία
εὐπροσωπ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπροσωπία
-
4 ευπροσωπίαν
-
5 εὐπροσωπίαν
См. также в других словарях:
εὐπροσωπία — εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc/acc dual εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσωπία — εὐπροσωπία, ἡ (Α) [ευπρόσωπος] ωραία όψη, ωραία εμφάνιση … Dictionary of Greek
εὐπροσωπίαν — εὐπροσωπίᾱν , εὐπροσωπία fair appearance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek