-
1 ευπρηξιη
-
2 ευπραξια
ион. εὐπρηξίη ἥ Her., Trag. etc. = εὐπραγία -
3 εὐπραξία
A = εὐπραγία, Hdt.7.49,8.54, A.Th. 224, S.OC 1554, etc.: pl., E. Ion 566; also in codd. of Th.1.33, 3.39 (-πραγία Phot.
): both forms in Arist., -, -.2 epith. of Artemis at Tyndaris, IG14.375.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπραξία
-
4 εὐπρηγίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρηγίη
См. также в других словарях:
ευπρηξίη — εὐπρηξίη, ἡ (Α) βλ. ευπραξία … Dictionary of Greek
ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek