Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐπρεπῇ

См. также в других словарях:

  • εὐπρεπῆ — εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπρεπής well looking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπρεπῇ — εὐπρεπέω to be seemly pres subj mp 2nd sg εὐπρεπέω to be seemly pres ind mp 2nd sg εὐπρεπέω to be seemly pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SECUNDAE Nuptiae — non magnopere veteribus Christianis probatae. Minucius Fel. Octavio Unius matrimonii vinculo libenter inhaeremus. Vide quoque Ambrosium in ad Cor. epist. i. c. 7. Hieronym. de Μονογαμίᾳ, Chrysostomum de Virgin. Tom. V. c. 37. Alios, Ulterius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… …   Dictionary of Greek

  • εύσχημος — η, ο (Α εὔσχημος, ον) αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος νεοελλ. αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»). επίρρ... ευσχήμως (Α εὐσχήμως) με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ντιστεγκές — ο άκλ. 1. αυτός που έχει ευπρεπή, κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους, κομψευόμενος νέος 2. ειρων. αυτός που προσποιείται ότι έχει λεπτούς τρόπους, που έχει επιτηδευμένα λεπτούς τρόπους 3. (ως επίρρ.) ντιστεγκέ χαριτωμένα, κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… …   Dictionary of Greek

  • στολάτος — άτη, ον, Α (κυρίως για γυναίκα) αυτή που φορεί ευπρεπή στολή, ντυμένη σεμνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stolatus < stola < στολή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»