-
1 ευπρεπείς
εὐπρεπέωto be seemly: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐπρεπήςwell-looking: masc /fem acc plεὐπρεπήςwell-looking: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 εὐπρεπεῖς
εὐπρεπέωto be seemly: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐπρεπήςwell-looking: masc /fem acc plεὐπρεπήςwell-looking: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
εὐπρεπεῖς — εὐπρεπέω to be seemly pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc pl εὐπρεπής well looking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благолѣпьныи — (16) пр. Благообразный, красивый: бѣ же ˫ако же рекохъ. бл҃голѣпно. кроугло имѣ˫а личе. ПрЛ XIII, 118г; бл҃голѣ||пны˫а же лице(м) д҃шею же и зѣло злообразны˫а отроковица (εὐπρεπεῖς) ЖВИ XIV XV, 109а б; отрочище же се бл҃голѣпно. Пал 1406, 178б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek