-
1 ευπραγήματα
-
2 εὐπραγήματα
См. также в других словарях:
εὐπραγήματα — εὐπράγημα a success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπράγημα — εὐπράγημα, τὸ (Α) [ευπραγώ] 1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία 2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα τα πολεμικά κατορθώματα … Dictionary of Greek