-
1 ευποτμία
εὐποτμίᾱ, εὐποτμίαgood fortune: fem nom /voc /acc dualεὐποτμίᾱ, εὐποτμίαgood fortune: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐποτμίαι, εὐποτμίαgood fortune: fem nom /voc plεὐποτμίᾱͅ, εὐποτμίαgood fortune: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευποτμια
ἡ счастливый удел, счастье Plut., Luc. -
3 εὐποτμία
Βλ. λ. ευποτμία -
4 εὐποτμίᾳ
Βλ. λ. ευποτμία -
5 εὐποτμία
εὐποτμ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐποτμία
-
6 εὐποτμία
εὐ-ποτμία, ἡ, das glückliche Los, Glück -
7 ευποτμίας
εὐποτμίᾱς, εὐποτμίαgood fortune: fem acc plεὐποτμίᾱς, εὐποτμίαgood fortune: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εὐποτμίας
εὐποτμίᾱς, εὐποτμίαgood fortune: fem acc plεὐποτμίᾱς, εὐποτμίαgood fortune: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ευποτμίαν
-
10 εὐποτμίαν
-
11 ευποτμίαις
-
12 εὐποτμίαις
-
13 ευποτμίην
-
14 εὐποτμίην
См. также в других словарях:
εὐποτμία — εὐποτμίᾱ , εὐποτμία good fortune fem nom/voc/acc dual εὐποτμίᾱ , εὐποτμία good fortune fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευποτμία — εὐποτμία, ἡ (Α) [εύποτμος] καλή τύχη, ευτυχία … Dictionary of Greek
εὐποτμίᾳ — εὐποτμίαι , εὐποτμία good fortune fem nom/voc pl εὐποτμίᾱͅ , εὐποτμία good fortune fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμίας — εὐποτμίᾱς , εὐποτμία good fortune fem acc pl εὐποτμίᾱς , εὐποτμία good fortune fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμίαν — εὐποτμίᾱν , εὐποτμία good fortune fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμίαις — εὐποτμία good fortune fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμίην — εὐποτμία good fortune fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)