Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐπορ-έω

См. также в других словарях:

  • εὔπορ' — εὔπορα , εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc pl εὔπορε , εὔπορος easy to pass masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»