-
1 ευποιητικός
-
2 εὐποιητικός
-
3 ευποιητικος
-
4 εὐποιητικός
A disposed to do good, beneficent, εἰς or περὶ χρήματα, Arist.Rh. 1381a20, 1366b16; τινος towards one, ib. 1379b32, Porph.Abst.3.26; τὸ εὐ. beneficence, Arist.Rh. 1371b3, Antip.Stoic.3.249.2 Astrol., beneficent, of planetary influences, opp.κακοποιητικός, ἰδιοτροπία Ptol.Tetr. 210
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐποιητικός
-
5 εὐποιητικός
εὐ-ποιητικός, ή, όν, wohltuend, wohltätig; τὸ εὐποιητικόν, Wohltätigkeit -
6 ευποιητικόν
εὐποιητικόςdisposed to do good: masc acc sgεὐποιητικόςdisposed to do good: neut nom /voc /acc sg -
7 εὐποιητικόν
εὐποιητικόςdisposed to do good: masc acc sgεὐποιητικόςdisposed to do good: neut nom /voc /acc sg -
8 ευποιητική
-
9 εὐποιητικῇ
-
10 ευποιητικής
-
11 εὐποιητικῆς
-
12 ευποιητικοίς
-
13 εὐποιητικοῖς
-
14 ευποιητικοί
-
15 εὐποιητικοί
-
16 ευποιητικούς
-
17 εὐποιητικούς
-
18 ευποιητικώς
-
19 εὐποιητικῶς
-
20 ευποιητική
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών … Dictionary of Greek
εὐποιητικός — disposed to do good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοῖς — εὐποιητικός disposed to do good masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοί — εὐποιητικός disposed to do good masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῆς — εὐποιητικός disposed to do good fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῇ — εὐποιητικός disposed to do good fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητική — εὐποιητικός disposed to do good fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικήν — εὐποιητικός disposed to do good fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῶς — εὐποιητικός disposed to do good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)