Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐποιητικός

См. также в других словарях:

  • ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών …   Dictionary of Greek

  • εὐποιητικός — disposed to do good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικοῖς — εὐποιητικός disposed to do good masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικοί — εὐποιητικός disposed to do good masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικῆς — εὐποιητικός disposed to do good fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικῇ — εὐποιητικός disposed to do good fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητική — εὐποιητικός disposed to do good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικήν — εὐποιητικός disposed to do good fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποιητικῶς — εὐποιητικός disposed to do good adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»