-
1 ευπλοίη
-
2 εὐπλοίη
-
3 εὐπλοίη
εὐ-πλοίη ( πλέω): prosperous voyage, Il. 9.362†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐπλοίη
-
4 εὔ-πλοια
-
5 ευπλοια
-
6 ἀ-κύμαντος
ἀ-κύμαντος, nicht von Wogen bespült, ψάμαϑοι Eur. Hipp. 234; nicht wogend, ruhig, πέλαγος Luc. D. Mar. 5, 1; εὐπλοΐη Polyaen. 2 (IX, 9); sp. D.
-
7 ακυμαντος
-
8 εὔπλοια
A a fair voyage,εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ.. ἐννοσίγαιος Il.9.362
;εὔπλοιαν ἔπραξαν A.Supp. 1045
(lyr.);εὐπλοίας τυχών S.OT 423
, etc. ( εὐπλοΐη is required by the metre in AP9.9 (Polyaen.), 107 (Leon. or Antip. Thess.), BMus.Inscr. 1012 ([place name] Chalcedon); [full] εὐπλωΐα Cat.Cod.Astr.2.169.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπλοια
См. также в других словарях:
εὐπλοίη — εὐπλοΐη , εὔπλοια a fair voyage fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπλοια — η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα) 1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι 2. επών. τής Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο (τού εύπλους) + κατάλ. ια (πρβλ. αντί πλοια, ά πλοια)] … Dictionary of Greek