Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐπλοΐη

См. также в других словарях:

  • εὐπλοίη — εὐπλοΐη , εὔπλοια a fair voyage fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπλοια — η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα) 1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι 2. επών. τής Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο (τού εύπλους) + κατάλ. ια (πρβλ. αντί πλοια, ά πλοια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»