Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐπελέκητος

См. также в других словарях:

  • ευπελέκητος — εὐπελέκητος, ον (Α) (για ξύλα) αυτός που μπορεί να σχιστεί με τσεκούρι εύκολα ή να πελεκηθεί εύκολα, αυτός που υφίσταται κατεργασία εύκολα, ο ευκολοπελέκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελεκητός (< πελεκώ)] …   Dictionary of Greek

  • εὐπελεκητότερα — εὐπελέκητος easy to work with the axe neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»