-
1 εὐπελέκητος
εὐπελέκητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπελέκητος
-
2 εὐπελέκητος
εὐ-πελέκητος, leicht mit der Axt zu bearbeiten, leicht zu behauen -
3 ευπελεκητότερα
-
4 εὐπελεκητότερα
См. также в других словарях:
ευπελέκητος — εὐπελέκητος, ον (Α) (για ξύλα) αυτός που μπορεί να σχιστεί με τσεκούρι εύκολα ή να πελεκηθεί εύκολα, αυτός που υφίσταται κατεργασία εύκολα, ο ευκολοπελέκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελεκητός (< πελεκώ)] … Dictionary of Greek
εὐπελεκητότερα — εὐπελέκητος easy to work with the axe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)