-
1 ευπειθης
Aesch. тж. εὐπῐθής 21) послушный, (легко) повинующийся, покорный(τινι Aesch., Xen.; τοῖς νόμοις и τῶν νόμων, πρός и εἴς τι Plat.)
2) гибкий, податливый(φωνή Arst.)
3) удобоваримый(τροφή Plut.)
4) легко убеждающий, убедительный, (сразу) внушающий доверие(δημηγόροι στροφαί, σήματα, ὀνείρων φάσματα Aesch.; φίλοι Eur.)
-
2 εὐπειθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐπειθής
-
3 ευπειθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευπειθής
-
4 ευπειθής
ης, ες послушный, покорный;§ ευπειθέστατος — ваш покорный слуга (в конце докладной записки, заявления и т. п.)
-
5 εὐπειθής
послушный, покорный, (легко) повинующийся.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐπειθής
-
6 εὐπειθής
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐπειθής
-
7 ευπειστος
-
8 ευπιθης
-
9 2138
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2138
См. также в других словарях:
Εὐπείθης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐπείθης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐπείθης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθής — ready to obey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek
ευπειθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εύκολα πείθεται, ο πειθήνιος, ο υπάκουος (αντίθ. απειθής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπείθης — εὐπειθέω to be disposed to obey imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθῆ — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπειθής ready to obey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέστερον — εὐπειθής ready to obey adverbial comp εὐπειθής ready to obey masc acc comp sg εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπείθει — Εὐπείθης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐπείθεϊ , Εὐπείθης masc dat sg (epic ionic) Εὐπείθης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστάτων — εὐπειθής ready to obey fem gen superl pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστέρων — εὐπειθής ready to obey fem gen comp pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέα — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)