Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπειθοῦς

См. также в других словарях:

  • εὐπειθοῦς — εὐπειθής ready to obey masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπείθους — Εὐπείθης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»