-
61 ευπειθεστέραν
-
62 εὐπειθεστέραν
-
63 ευπειθεστέροις
-
64 εὐπειθεστέροις
-
65 ευπειθεστέρους
-
66 εὐπειθεστέρους
-
67 ευπειθούς
-
68 εὐπειθοῦς
-
69 ευπειθών
εὐπειθέωto be disposed to obey: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐπειθήςready to obey: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
70 εὐπειθῶν
εὐπειθέωto be disposed to obey: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐπειθήςready to obey: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
71 ευπειθώς
-
72 εὐπειθῶς
-
73 ευπειθέες
-
74 εὐπειθέες
-
75 ευπειθέος
-
76 εὐπειθέος
-
77 ευπειθέσι
-
78 εὐπειθέσι
-
79 ευπειθέσιν
-
80 εὐπειθέσιν
См. также в других словарях:
Εὐπείθης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐπείθης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐπείθης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθής — ready to obey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek
ευπειθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εύκολα πείθεται, ο πειθήνιος, ο υπάκουος (αντίθ. απειθής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπείθης — εὐπειθέω to be disposed to obey imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθῆ — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπειθής ready to obey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέστερον — εὐπειθής ready to obey adverbial comp εὐπειθής ready to obey masc acc comp sg εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπείθει — Εὐπείθης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐπείθεϊ , Εὐπείθης masc dat sg (epic ionic) Εὐπείθης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστάτων — εὐπειθής ready to obey fem gen superl pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστέρων — εὐπειθής ready to obey fem gen comp pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέα — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)