-
1 ευπαθώς
-
2 εὐπαθῶς
-
3 εὐ-παθής
εὐ-παθής, ές, 1) leicht empfänglich für äußere Eindrücke, empfindlich, reizbar, Theophr. u. Sp., ἄνϑρωπος, von zartem Körperbau, Galen.; ὁ νάφϑας πρὸς τὸ πῦρ Plut. Alex. 35; τῷ ἀέρι prim. frig. 12, wie ὑπὸ τοῦ ἀέρος Arist. probl. 8, 4. Auch im moralischen Sinne, empfindlich, leicht in Leidenschaft zu setzen, Sp., wie Plut. – 2) angenehm, behaglich, βίος Crates bei Suid. v. παρουσία, u. so auch adv. εὐπαϑῶς.
-
4 delicately
adverb λεπτεπίλεπτα,ευπαθώς,απαλά
См. также в других словарях:
εὐπαθῶς — εὐπαθής enjoying good things adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek