-
1 ευπαράπειστος
-
2 εὐπαράπειστος
-
3 εὐπαράπειστος
εὐπαρά-πειστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπαράπειστος
-
4 ευπαραπειστότατος
-
5 εὐπαραπειστότατος
См. также в других словарях:
ευπαράπειστος — εὐπαράπειστος, ον (Α) αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα πείθω «πείθω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek
εὐπαράπειστος — easily persuaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραπειστότατος — εὐπαράπειστος easily persuaded masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)