-
1 εὐ-παγής
См. также в других словарях:
εὐπαγέως — εὐπαγής compact adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… … Dictionary of Greek